Κατάθεση εμπειρίας ατόμων που συμμετείχαν στο εγχείρημα του ”Ζηκου”

Μέσα σε ένα ιστορικό για το επαναστατικό κίνημα περιβάλλον, το οποίο ορίζεται από τις πλέον αντικειμενικές για την Επανάσταση συνθήκες, θα λέγαμε, ότι η υποκειμενικότητα είναι τουλάχιστον αναντίστοιχη με τις απαιτήσεις της εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, όμως. μία συζήτηση πάνω στο ζήτημα της υποκειμενικότητας, πέρα από το ότι εγείρει σοβαρά ζητούμενα για τον ίδιο τον αγώνα και την προοπτική του, αναπόφευκτα επαναφέρει στο επίκεντρο του προβληματισμού, τό έλλειμμα που δημιουργεί υπό τις υπάρχουσες πολιτικές συνθήκες, η απουσία της πολιτικής εκείνης δύναμης και πρωτοπορίας, στην οποία θα αναγνωρίζεται ο διακριτός ρόλος που καλείται να επιτελέσει στον πολύμορφο αγώνα για την Κοινωνική Απελευθέρωση.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψιν τόσο την συγκυρία, όσο και την θεμελιακή θέση που ορίζει, ότι η αναρχία είναι η βασική αιτία της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής μέσα στην ιστορία, γιατί έχει όχι μόνο το ιστορικό χρέος αλλά και την ηθική αρμοδιότητα να το κάνει, έχουμε ήδη κληθεί να υπερπηδήσουμε εμπόδια που συνεισφέρουν στην ακινητοποίηση του αγώνα.
Έχουμε ήδη κληθεί να επιταχύνουμε την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αυτονόμηση δυνάμεων της Επανάστασης, από την κυριαρχία όλων των ρεφορμιστικών αντιλήψεων και του εναλλακτισμού, που καθηλώνουν την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα σε επίπεδα που δεν ανταποκρίνονται στα σημερινά επίδικα του αγώνα.
Που κατ΄ουσία βάζουν τροχοπέδη στην προώθηση του συγκεκριμένου επαναστατικού καθήκοντος, που δεν είναι άλλο, από αυτό της οργάνωσης της κοινής επαναστατικής υπόθεσης.
Το ζήτημα, όμως, είναι αν θα έχουμε την θέληση άμεσα να εργαστούμε για την ίδια την Επανάσταση και την Επαναστατική κοινωνία.
Μια θέληση που πιστεύουμε ότι θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής εξέλιξης της συνειδητοποίησης από τις επαναστατικές δυνάμεις, της επιτακτικότητας, της αναγκαιότητας και της δυνατότητας για την δημιουργία ενός επαναστατικού σχεδιασμού, που θα καταφέρει να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία και να αναμετρηθεί με τα τεράστια ζητήματα της εποχής.
Η σπουδαιότητα και η επιτακτικότητα που αποδίδουμε στην ανάγκη συγκρότησης του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή του επαναστατικού κινήματος, δεν έγκειται μόνο στην αξιακή επιλογή, αλλά κυρίως στην πεποίθηση, ότι μόνο μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να ενισχύσει τον επαναστατικό σκοπό, που δεν είναι άλλος, από το να αναδειχθεί η κοινωνική αναγκαιότητα για την ανατροπή του κυρίαρχου καπιταλιστικού παραδείγματος και ταυτόχρονα η αντίληψη ότι κάτι τέτοιο είναι πραγματοποιήσιμο μέσα από την όξυνση των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων.
Όπως μόνο μια τέτοια κατεύθυνση, μπορεί να διασφαλίσει την σύνδεση και σύνθεση όλου του φάσματος των κοινωνικών αντιστάσεων που οργανώνονται σήμερα ενάντια στην πλέον υποδουλωτική και καταπιεστική συνθήκη, σε μια επαναστατική συνισταμένη αγώνα, που θα αντικατοπτρίζει συνθήκες, πολιτικές επιλογές και θέσεις, εργαλεία αλλαγής της πραγματικότητας.
Μια κατεύθυνση, που πέραν όλων των άλλων, θα μπορεί να βάζει ταυτόχρονα σε κίνηση μια διαδικασία συγκρότησης του περιεχομένου της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην προοπτική σύνθεσης και ενοποίησης της πολυμορφίας του αγώνα. Μιάς πολυμορφίας όμως που θα έχει στρατηγικό στόχο και θα βρίσκεται κάτω από την σκέπη ενός ανταγωνιστικού ως προς τον ρεφορμισμό, κινήματος.
Εντός λοιπόν αυτού του πλαισίου κατανόησης του αγώνα στο σύνολό του, μπορούμε να αντιληφθούμε και την κάθε μορφή δράσης – με την όποια θεματική ή στόχο που μπορεί να έχει – η οποία οφείλει να αναζητά πάντα τον μπούσουλα που δείχνει την Επανάσταση.
Όπως εντός αυτού του πλαισίου μπορούμε να αντιληφθούμε και την αποτίμηση της κάθε δράσης, γνωρίζοντας ότι η κάθε εμπειρία αφορά τις ίδιες τις συνθήκες του αγώνα.
Υπό το πρίσμα αυτό, αποφασίσαμε να τοποθετηθούμε ανοικτά προς το κίνημα και να καταθέσουμε την εμπειρία του ”ζήκου”, έτσι όπως εμείς την αναγιγνώσκουμε μέσα από τα δεδομένα, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την ευθύνη της πορείας του εγχειρήματος.

Έχοντας επιλέξει λοιπόν να μην καταφεύγουμε στις ψευδαισθήσεις και στο φαντασιακό που αφήνει πίσω της μια αποτυχία,
έχοντας επιλέξει να μην καταφεύγουμε στην ασφάλεια της θεωρητικοποίησης των αδυναμιών, των λαθών και των αστοχιών μας,
έχοντας επιλέξει να μην κρυβόμαστε πίσω από την σκοπιμότητα του κατακερματισμού και της αποσπασματικότητας, που δρουν για να κρύψουν κυρίως πολιτικές επιλογές,
γνωρίζουμε ήδη, ότι το να αναλαμβάνεις τόσο την ευθύνη της πορείας ενός εγχειρήματος που συμμετείχες, όσο  και την ευθύνη της επιλογής σου, είναι συνέπεια και χρέος.
Το να θυσιάζεσαι όμως, στο όνομα μιας ψευδαίσθησης και ενός φαντασιακού, είναι δειλία και κατωτερότητα.
Παραμερερίζοντας επομένως, την νοοτροπία της αυθεντίας του αλάνθαστου, καθώς και αυτής του φωτεισμένου παντογνώστη, αυτό που θέλουμε να μας καθορίζει σε αυτήν την απόπειρα, είναι οι ίδιες οι συνθήκες του αγώνα και η απογοήτευση της άλλης μιας χαμένης ευκαιρίας.
Αυτό που θέλουμε να μας καθορίζει, είναι το να αισθάνεσαι, να επιβεβαιώνεις και να αναλαμβάνεις, εν ανάγκη ακόμα και ενάντια στις επιλογές σου, την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και του αγώνα, που είναι και ο δρόμος που έχουμε επιλέξει.
Όλα τα άλλα είναι κούφια λόγια και απλούστευση.
Θεωρώντας λοιπόν ότι μία αποτίμηση για να είναι κατ΄ουσία διαλεκτική με το αντικείμενό της, οφείλει να αναδεικνύει και να τοποθετείται
1. επί όλου του ιστορικού πλαισίου, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η συγκεκριμένη
δομή, έτσι ώστε να γίνονται αντιληπτά τόσο τα πολιτικά γνωρίσματα αυτής της επιλογής,
όσο και η σημασία τους σε σχέση με τον αρχικό στόχο,
2. επί της πολιτικής ζύμωσης, έτσι όπως εξελίχθηκε,
3. επί των προβληματικών που δεν επέτρεψαν την σύνδεση και επικοινωνία ανάμεσα στις
διάφορες αντιλήψεις, θεματικές και κατευθύνσεις που αναπτύχθηκαν κατά καιρούς
στο πεδίο της ζύμωσης.
Όπως επίσης και επί των προβληματικών που δεν επέτρεψαν την σύνδεση της
διαχειριστικής συνέλευσης, με το κομμάτι της κοινωνίας που συνδιαμόρφωσε στο
εργαλείο της λαικής,
4. επί της αδυναμίας που εμφάνισε η προσπάθεια να αποκτήσει ένα πολιτικό
περιεχόμενο, ικανό να γειώσει το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης στην υλική του
πραγματικότητα και να του δώσει υπόσταση.
5. επί της ανάγκης να προβληθεί η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας, για την ανάπτυξη
ενός τέτοιου πολιτικού εργαλείου της επαναστατικής πρακτικής, το οποίο για να μπορεί
να γίνει βιώσιμο και απειλητικό, ως προς τις κυρίαρχες δομές, θα πρέπει να εντάσσεται
μέσα στην επαναστατική διαδικασία.

Ας τα πάρουμε όμως ένα-ένα.
Κατ΄αρχήν το ιστορικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η συγκεκριμένη δομή, ήταν μια άλλη συνέλευση, η οποία είχε ως στόχο, την προοπτική δημιουργίας ενός συνεκτικού ιστού μέσα στην κοινότητα των Εξαρχείων, που θα οργάνωνε τόσο την σύνθεση της πολυμορφίας του κινήματος, όσο και την σύνδεση και επικοινωνία με την τοπική κοινωνία, μέσα από διακριτούς άξονες της καθημερινότητας, όπως η τροφή, η υγεία και οι πολιτοφυλακές.
Για λόγους, όμως, που δεν χρειάζεται να αναφερθούν από εμάς, η δομή της τροφής, αυτονομήθηκε και έγινε ο ”ζήκος”.
Η επιλογή μας αυτή, να εμπλακούμε δηλαδή με τον άξονα της τροφής, στηρίχθηκε στην βάση μιας συμφωνίας μας τόσο σε σχέση με την προοπτική που προέβαλλε την λογική του συνδιασμού και της σύνδεσης διαφόρων θεματικών και αιχμών πάνω στην δράση σε μια κοινή συνισταμένη, που θα μπορούσε να συμβάλλει στην ενδυνάμωση του ευρύτερου αγώνα, όσο και σε σχέση με την κομβικότητα που αποδίδουμε στο ζήτημα της τροφής.
Εκ του αποτελέσματος, όμως και αυτό οφείλουμε να το αποτιμήσουμε, η επιλογή απεδείχθη λανθασμένη.
Κυρίως, γιατί η ανάγκη και η επιθυμία μας να επιχειρηθεί μια συσπείρωση δυνάμεων του κινήματος, γύρω από την δράση, που θα μπορούσε να προωθήσει τον ευρύτερο αγώνα και την επαναστατική υπόθεση, που είναι για εμάς ο στόχος, δεν μας επέτρεψε να αξιολογήσουμε στην βάση που θα έπρεπε τόσο τα πολιτικά ειδοποιά γνωρίσματα της δυναμικής που οργάνωνε το εγχείρημα, όσο και τον στόχο, ο οποίος ήταν ασαφής, ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο.
Έτσι βρεθήκαμε να συνδιαμορφώνουμε και με κάποιες δυνάμεις μέσα από τον αναρχικό – αντιεξουσιαστικό χώρο, με μια έντονη τάση προς τον εναλλακτισμό, την μητροπολιτική αντίληψη, το μοντέλο της κοινωνικής αυτονομίας και κυρίως με μια έντονη τάση αφομοίωσης προς την προοπτική που προσφέρει ο ρεφορμισμός, που δεν είναι άλλη, από την προοπτική της μόνιμης διατήρησης του σημερινού πολιτικού καρκινώματος.
Έτσι δεσμευθήκαμε μέσα σε μία πολιτική δραστηριότητα που υπό τον αναρχικό μανδύα, προώθησε την αυτοοργάνωση σε τοπικό επίπεδο, την μεταρρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και την κοινωνική αλληλεγγύη, την λεκτικά δηλαδή κεκαλυμμένη αυτοδιαχείριση της φτώχειας.
Όσον αφορά τώρα το εργαλείο της λαικής, το οποίο είχε επιλεγεί ως μέσον που εξυπηρετούσε τον αρχικό σκοπό.
Με δεδομένο ότι δεν θα μπορούσε να προκύψει ένας ουσιαστικός πολιτικός σχεδιασμός, ένας πολιτικός μπούσουλας, ως απόρροια όσων προαναφέραμε, που να καταφέρει να επιδράσει ριζοσπαστικά στο κομμάτι της κοινωνίας το οποίο είχε κληθεί για να συμμετάσχει στην λαική του ”ζήκου”, είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε παζαρέματα και συμβιβασμούς με το κομμάτι αυτό, το οποίο φάνηκε ότι μετά από μια μεγάλη περίοδο καταναλωτισμού, ενσωμάτωσης και θεσμικότητας, συνεχίζει να κυριαρχείται από λογικές ανάθεσης και ατομικού συμφέροντος, τις οποίες εμείς, με κάθε τρόπο, ανεχτήκαμε και τροφοδοτήσαμε.
 Από την εμπειρία λοιπόν της λαικής του ”ζήκου” αποτιμάμε.
1. ότι το εργαλείο λειτούργησε ως συμπληρωματικό του καπιταλισμού και όχι ως
ανταγωνιστικό.
2. στήριξε την ρεφορμιστική αντίληψη, να αναλάβει δηλαδή η κοινωνία αντί το κράτος την
διαχείριση δομών, που έχουν δημιουργηθεί για να εξυπηρετούν τους κυρίαρχους.
3. στήριξε τις εμπορευματικές λογικές, τις λογικές κέρδους, ιδιοτέλειας και διαμεσολάβησης.
4. δεν πρόβαλλε έναν άλλο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης.
5. εν τέλλει, η προσπάθεια απεδείχθη ανώδυνη για το σύστημα, αφού μια τέτοιου τύπου
αυτοοργάνωση, μπορεί να λειτουργήσει και ως μοχλός αποσυμπίεσης, απέναντι σε ένα
χρεοκοπημένο υπαρξιακά καθεστώς, το οποίο έχει αποσυρθεί από την διαχείριση
τομέων της κοινωνίας.
Σε σχέση με την πολιτική ζύμωση.
Στην βάση μιας συνολικής αξιολόγησης, θα λέγαμε ότι, το στοιχείο εκείνο που κυριάρχησε μέσα στην πολτική ζύμωση ήταν κυρίως, η αντικειμενική εκείνη  δυσκολία ανάπτυξης μιας διαλεκτικής σχέσης και κατανόησης, τόσο ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα που οργάνωναν το εγχείρημα, όσο και ανάμεσα στις διάφορες αντιλήψεις που αφορούσαν κυρίως την πολιτική εξέλιξή του.
Έτσι, και υπό αυτές τις συνθήκες, όσο προχωρούσε η διαδικασία της ζύμωσης, άρχισε και να διευρύνεται  το χάσμα ανάμεσα στην αντίληψη που έβλεπε την ανάπτυξη ενός τέτοιου πολιτικού εργαλείου της επαναστατικής πρακτικής, να αναζητά τρόπους σύνδεσης με τον κυρίαρχο στόχο, που είναι η προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης και τα κριτήρια που εξυπηρετούσαν τον ρεφορμισμό, τον εναλλακτισμό και την μητροπολιτική αντίληψη.
Ως αποτέλεσμα λοιπόν αυτής της προβληματικής, το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που του αντιστοιχούν και ανιχνεύονται στον βασικό πυρήνα της αναρχικής θεώρησης, δεν κατάφερε να γίνει ένα πολιτικό πρόταγμα, του οποίου η δυναμική δράση θα μπορούσε να γειωθεί στα πραγματικά βιοποριστικά προβλήματα της εποχής και να λειτουργήσει σαν μια πρόσθετη δύναμη για την κινητοποίηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνίας που σήμερα πλήττονται.
Με βάση τώρα, την αντίληψη που έχουμε γύρω από αυτές τις δομές, που για να γίνουν  πραγματικά στηρίγματα της επαναστατικής πρακτικής, θα πρέπει να εντάσσονται κάτω από το πρόταγμα της συνολικής κοινωνικής ανατροπής, της επαναστατικής προοπτικής, διαμορφώθηκε και η θέση μας στον άξονα της στοχοθεσίας.
Βλέπαμε δηλαδή ότι το περιεχόμενο μιας τέτοιας συζήτησης σχετικά με τον νέο πολιτικό προσδιορισμό του ”ζήκου”, δεν μπορεί, παρά να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με το περιεχόμενο μιας άλλης συζήτησης, που αφορά την επαναστατική προοπτική του κινήματος.
Γιατί το ζήτημα της συγκρότησης δομών μέσα στο κίνημα, αναμφίβολα είναι ένα ζήτημα κομβικής σημασίας με ιστορικές και ιδεολογικές προεκτάσεις που αξίζει να το επιχειρήσουμε.
Γιατί πέρα από μια αξιακή επιλογή που ξεπερνά τα όρια των τοπικών, μικρών και μίζερων χώρων και νησίδων ελευθερίας, με τα περιορισμένα αιτήματα, φτάνοντας στην ουσία του αγώνα για την χειραφέτηση της κοινωνίας.
Πέρα από το ότι μπορούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά ως προς το κυρίαρχο σύστημα και να βλάψουν τα κυκλώματα της αγοράς, διαταράσσοντας την διαδικασία συσσώρευσης.
Είναι μια επιλογή που συνδέεται άμεσα με την πραγματική κίνηση της καθημερινότητας και αυτή είναι μια σημαντική παράμετρος, που δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε.
Μιας καθημερινότητας που σήμερα δέχεται επίθεση σε όλα τα επίπεδα από τις μηχανιστικές λειτουργίες του καθεστώτος, που αναδιπλώνεται σταθερά προς μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού.
Σε αυτό το περιβάλλον, αυτές οι δομές μπορούν να εμφυσήσουν  άμεσες και πρακτικές απαντήσεις και στα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας που σήμερα πλήττονται, μέσα κυρίως από μία διαδικασία που θα καταλαμβάνει το κενό που αφήνει σήμερα η κυριαρχία, η οποία ως γνωστον δεν αφήνει πλέον ευκαιρίες επιβίωσης.
Αυτή η θέση που πήραμε, αν και επιχειρήθηκε από κάποιους μέσα στην συνέλευση να χαρακτηρισθεί ως ”εσωστρέφεια”, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι είναι η μόνη κατεύθυνση που μπορεί να χτίσει την ”εξωστρέφεια” και να προωθήσει την σύνδεση και την επικοινωνία με την υπόλοιπη κοινωνία.
Όπως σε αυτή την θέση – αιχμή αποδίδουμε και την τροπή που πήραν τα πράγματα μέσα στην συνέλευση.
Τακτικές στις οποίες αναγνωρίζονταν καθαρά η γνωστή νοοτροπία και πρακτική των αδήλωτων και εναλλασσόμενων σκοπιμοτήτων, που στοχοποιούσαν εμμέσως πλήν σαφώς τον εσωτερικό κίνδυνο.
Στρατηγικές που συνεισέφεραν στην ακινητοποίηση των διαδικασιών της ζύμωσης, μέσω κυρίως μιας γραφειοκρατικού τύπου μεθόδευσης της διαδικασίας.
Συμπεριφορές με τάση προς την προσωποποίηση, που κάποιες φορές ξεπέρασαν το επίπεδο του ψιθυρισμού και οδηγήθηκαν στην ανοιχτή διαστρέβλωση γεγονότων και συκοφάντησης προσώπων.
Μέθοδοι κοπτοραπτικής, όπου μετά το ”επαναστατικό” εγώ ακολουθούσε ο θρίαμβος της δειλίας και της κατωτερότητας.
Και όλα αυτά σε μια διαδικασία, που στην δικιά μας αντίληψη, αντέγραψε και πιθήκισε τους κυρίαρχους κανόνες.
Σε μια διαδικασία που υπονόμευσε την ελεύθερη οργάνωση, που δημιουργείται και διατηρείται από τους συμμετέχοντες με την ελεύθερη θέλησή τους χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό και εξουσία.
Σε μια διαδικασία που έκρυβε μέσα της την κουτοπονηριά του γραπτού καταναγκασμού και της μη ανεκτικότητας για τους απείθαρχους.
Όσο όμως φούντωνε ο πόλεμος, τόσο και αισθανόμαστε ότι πρέπει να συνεχίσουμε την μάχη για το εγχείρημα, που ακόμα δεν θέλαμε να το θεωρήσουμε χαμένο.
Ενώ, όπως απεδείχθη περίτρανα, κάποιοι επαγγελματίες συνωμοσιολόγοι, την ίδια ώρα σχεδίαζαν την μέθοδο της συνωμοσίας που θα απομάκρυνε τον ”εσωτερικό κίνδυνο” από το εγχείρημα, προκειμένου να συνεχίσουν ανενόχλητοι το χτίσιμο ενός μκρού και μίζερου χώρου, περιορισμένου  μέσα στα στενά όρια του μικρόκοσμου των Εξαρχείων.
Στο σημείο αυτό, αποκαλύφθηκε και το ανήθικο παιχνίδι κάποιων εργολάβων της αναρχίας,
που έχουν πάρει αποκοπή το έργον ”αναχώματα στον αγώνα”.
Έτσι, μέσω μιας μεθοδευμένης στρατηγικής, στην οποία αναγνωρίζουμε τον τρομακτικό κόσμο της συνωμοσιολογίας, άρχισαν να μαζεύονται τα πρώτα πυρομαχικά για έναν βρώμικο πόλεμο, που δεν είχε να κάνει τόσο με τα πρόσωπα, αλλά με τις ιδέες, που θα είναι πάντα μια γερή γροθιά στο στομάχι, εκείνων που δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί ότι τό ψέμα γρήγορα ξεθωριάζει.
Και να εξηγήσουμε τι εννοούμε.
Αναφερόμαστε σε όλους εκείνους τους γραφειοκράτες αναρχικούς, σε όλους εκείνους τους κινηματικούς επικριτές, που δυστυχώς συναντήσαμε και μέσα στην συνέλευση του ”ζήκου”, που έχουν ανάγει τις αδυναμίες τους σε θεωρία, μοιράζοντας νουθεσίες και λάσπη με το ίδιο ανάλογο ταπεραμέντο του επαγγελματία αναρχοπατέρα, που το μόνο που τους ενδιαφέρει τελικά, είναι το πώς θα προστατέψουν την βιτρίνα που θα πουλάει το προιόν της αναρχίας.
Κάποιους συνωμοσιολόγους της πεντάρας, που εν ονόματι κάποιου αόρατου ιδανικού ή στόχου, δεν διστάζουν να κατακρεουργήσουν και να στοχοποιήσουν οτιδήποτε μπορεί να διαταράξει την ασφάλεια της απραξίας τους και την σιγουριά της μητροπολιτικής αγκαλιάς.
Αυτήν την φορά δεν θα τους κάνουμε το χατίρι και δυστυχώς γι΄αυτούς δεν θα επιλέξουμε την σιωπή.
Και δεν θα το κάνουμε για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί κρίνουμε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αναλυθούν και να ερμηνευθούν οι συνθήκες του αγώνα σε σχέση με την προοπτική του.
Και δεύτερον , γιατί κρίνουμε ότι υπάρχει επίσης επιτακτική ανάγκη να αποκαλυφθεί ο πραγματικός εχθρός, που αναγνωρίζεται τόσο στο αξιοθρήνητο κακέκτυπο του ρεφορμισμού και του εναλλακτισμού, όσο όμως και στον σκοτεινό κόσμο της συνωμοσιολογίας, που πλαισιώνει ένα κομμάτι του χώρου.Τα αποτελέσματα της οποίας τα εισπράξαμε και εμείς ως αντίτιμο της ξεκάθαρης θέσης που πήραμε σε σχέση με το εγχείρημα και το μέλλον του αγώνα.
Μέσα κυρίως από μία επιφανειακού τύπου κριτική που υπαγορευόταν από μία διαστρεβλωτική επιχειρηματολογία και που αποσκοπούσε καθαρά στην ηθική χειραγώγιση των υπολοίπων μελών της συνέλευσης, αποκαλύφθηκε, με την γνωστή απολυτότητα που διακρίνει τους συνωμοσιολόγους, ο κίνδυνος της πολιτικής φράξιας, που βεβαίως στοχοποιούσε ευθέως τους υπογράφοντες το κείμενο.
Που όσο τελικά και εάν επιχειρήθηκε, δεν κατάφερε να κρύψει την ρηχότητα της απλούστευσης, τον δόλο της σκοπιμότητας, μα πάνω απ’ ολα τον φόβο που γίνεται ιδεολογία  στο όνομα ενός σκοπού, που είναι έξω από εμάς.
Γνωρίζοντας, όμως, ότι ο μόνος δρόμος για να υποστηρίξουμε και να υπερασπιστούμε τις επιλογές μας, είναι ο δρόμος της αξιοπρέπειας και του αγώνα, απατώνται όσοι νομίζουν ότι ένα τόσο φτηνό τρικ, που επιστρατεύτηκε σαν άσσος στο μανίκι κάποιων, μπορεί να μας αγγίξει και να καθορίσει.
Όπως γνωρίζοντας ότι η ούτε η θυματοποίηση μας ταιριάζει, ούτε η θεωρητικοποίησή της, αλλά ούτε και η βαθειά εδραιωμένη ηθική που ορίζει ότι είναι πιό εύκολο να δέχεσαι χτυπήματα, παρά να τα δίνεις…
Θα λέγαμε, ότι μπορεί μέσω μιας συντονισμένης μηχανιστικής προσπάθειας και με την επιβολή του veto, που ως άλλο εφεύρημα της τελευταίας στιγμής, να σταμάτησε ο ”ζήκος”, που όπως απεδείχθη περίτρανα, ήταν και ο μόνος τρόπος για να απομακρύνει αυτούς που πραγματικά αμφισβήτησαν τις διαδικασίες, τον εντέχνως κρυμμένο στόχο, την συντροφικότητα, την κενότητα της ”επαναστατικής” συνεύρεσης, που ανέδειξαν τους σκοπούς της ιδιοτέλειας, που διατάραξαν τα ήσυχα νερά της απραξίας, αλλά, όπως προείπαμε το ψέμα γρήγορα ξεθωριάζει…
Τώρα σε ότι μας αφορά, στεκόμαστε για λίγο και αυτό συνειδητά, μέχρι να μαζέψουμε τα θρύψαλα της σπασμένης βιτρίνας του ”ζήκου” που θα γίνουν γνώση και δύναμη, για να επιχειρήσουμε την αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση ως πολιτικά προτάγματα που προωθούν την Επαναστατική υπόθεση, ως μέτωπα αγώνα, ως τόπους εξεγερσιακής
δραστηριότητας, ως όπλα για την Επανάσταση.
Μα πάνω απ’ όλα θα συνεχίσουμε να είμαστε μαζί με αυτούς, που αντιλαμβάνονται ποιό είναι σήμερα το επαναστατικό μας καθήκον. Ένα καθήκον που διασωσμένο μέσα από τους αναρίθμητους πολύμορφους και ακηδεμόνευτους αγώνες, που έδωσαν όσοι αγωνίστηκαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αγωνίζονται μέσα στο καμίνι της κοινωνικής και ταξικής πάλης, θα μπορεί να γίνει το αναγκαίο υποκείμενο για την δικιά μας εξέλιξη που μέλλει να προστεθεί στην ιστορία των αγώνων κατά της εξουσίας.
Θα συνεχίσουμε να είμαστε με αυτούς που υπερασπίζονται τις ξεκάθαρες και ειλικρινείς συντροφικές σχέσεις, τον αλληλοσεβασμό και άρα αυτοσεβασμό.
Όπως θα συνεχίσουμε να είμαστε με αυτούς που αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική προοπτική αυτών των δομών της επαναστατικής πρακτικής, δεν μπορεί, παρά να αναζητά στην επαναστατική προοπτική ενός κινήματος, την δυνατότητα έκφρασής τους και αντίστοιχα η προοπτική ενός κινήματος στην καταλυτική δυνατότητα που διαθέτουν αυτές οι δομές, το έναυσμα για την ολοκληρωμένη Επανάσταση.
Εν κατακλείδι, μετά την κατάθεση αυτού του κειμένου, σπεύδουμε να αποδεσμεύσουμε τις επιλογές μας από απονεκρωμένες πραγματικότητες που γίνονται ενάντια στην οποιαδήποτε επαναστατική αλλαγή της σημερινής κοινωνίας. Καιρός είναι άλλωστε να αναλάβουμε την ευθύνη μας για έμπρακτη δράση, βάζοντας εμείς το ανάχωμα σε ότι χτίζει σήμερα το τείχος προστασίας για την επιβίωση του καθεστώτος.
κάποια άτομα που συμμετείχαν στην συνέλευση του ”Ζηκου”
 Συντροφικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *